- καταδεχτικός
- -ή, -ό, (AM καταδεκτικός, -ή, -όν)βλ. καταδεκτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταδεχτικός — καταδεχτικός, ή, ό και καταδεκτικός, ή, ό αυτός που καταδέχεται τους άλλους, αυτός που δεν είναι περήφανος: Τον αγαπάμε όλοι, γιατί είναι καταδεκτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δημοτικός — ή και ιά, ό (AM δημοτικός, ή, όν) Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο, στον λαό νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει στον δήμο ή υπάγεται στη δικαιοδοσία τής δημοτικής αρχής (σε αντιδιαστολή με αυτόν που υπάγεται στο δημόσιο ή σε ιδιώτες) 2.… … Dictionary of Greek
δημοτικότητα — η 1. το να διάκειται κανείς με συμπάθεια προς τον λαό, το να είναι καταδεχτικός 2. το να είναι κανείς δημοφιλής ή λαοφιλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αναστ. Πολυζωΐδη] … Dictionary of Greek
καταδεκτικός — και καταδεχτικός, ή, ό (AM καταδεκτικός, ή, όν) [καταδέχομαι] νεοελλ. μσν. αυτός που καταδέχεται, αυτός που φέρεται με συγκαταβατικότητα και μετριοφροσύνη αρχ. ο δεκτικός … Dictionary of Greek
ακατάδεχτος — η, ο όχι καταδεχτικός, υπερόπτης: Ήταν πολύ ακατάδεχτος· όπου κι αν τον καλούσαν αυτός δεν πήγαινε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απερηφάνευτος — η, ο επίρρ. α ευπροσήγορος, καταδεχτικός: Μόλο που και χρήματα είχε και μεγάλη θέση, ήταν άνθρωπος απερηφάνευτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταδέχομαι — καταδέχτηκα 1. δέχομαι με ευμένεια, είμαι καταδεχτικός: Δεν καταδέχεται να κάνει παρέα μαζί μας. 2. πέφτω από την αξιοπρέπειά μου, ανέχομαι: Καταδέχεσαι να τα βάζεις με μια γυναίκα; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)